- δηλοποιός
- δηλοποιός, -όν (Α)αυτός που κάνει κάτι φανερό, ο δηλοποιητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος + -ποιός < ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δηλοποιώ — (AM δηλοποιῶ, έω) [δηλοποιός] 1. δείχνω, φανερώνω 2. αναφέρω 3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι … Dictionary of Greek